- νοτίῳ
- νότιοςmoistmasc/neut dat sgνότιοςmoistmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοτιώ — νοτιῶ, άω (Α) [νότιος] είμαι γεμάτος υγρασία, είμαι υγρός, στάζω («ξηραινόμενος γὰρ ὅλως, κενοῡται, νοτιῶν δέ, ἐκφύεται», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
Νοτίῳ — Νότιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτίωι — νοτίῳ , νότιος moist masc/neut dat sg νοτίῳ , νότιος moist masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νοτίωι — Νοτίῳ , Νότιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)